συμπιεστήρας

συμπιεστήρας
ο, Ν
1. τεχνολ. ο αεροσυμπιεστήρας
2. φρ. «ψυκτικός συμπιεστήρας»
τεχνολ. συσκευή ψυκτικής εγκατάστασης η οποία αναρροφά τους ατμούς τού ψυκτικού ρευστού που προέρχονται από τον εξατμιστήρα, τούς συμπιέζει και τούς οδηγεί στο ψυγείο, όπου και υγροποιούνται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψυκτικός — ή, ό / ψυκτικός, ή, όν, ΝΑ [ψύχω (II)] αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την… …   Dictionary of Greek

  • συμπιεστής — ο, Ν 1. φυσ. διάταξη που περιλαμβάνεται στο σύστημα ψύξης τής καρδιάς ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πεπιεσμένου νερού και τής οποίας ο ρόλος είναι να διατηρεί το κύκλωμα υπό πίεση πρακτικά σταθερή 2. τεχνολ. μηχάνημα που αυξάνει την πίεση ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”