- συμπιεστήρας
- ο, Ν1. τεχνολ. ο αεροσυμπιεστήρας2. φρ. «ψυκτικός συμπιεστήρας»τεχνολ. συσκευή ψυκτικής εγκατάστασης η οποία αναρροφά τους ατμούς τού ψυκτικού ρευστού που προέρχονται από τον εξατμιστήρα, τούς συμπιέζει και τούς οδηγεί στο ψυγείο, όπου και υγροποιούνται.
Dictionary of Greek. 2013.